ὀσπρολέων

ὀσπρολέων
ὀσπρολέων
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οσπρολέων — ὀσπρολέων και, δ. γρφ., ὀσπριολέων, ὁ (Μ) η οροβάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον / ὄσπρος + λέων] …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • οσπριολέων — ὀσπριολέων, οντος, ὁ (Μ) (δ. γρφ.) βλ. οσπρολέων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”